словарь немецкий - греческий

Deutsch - ελληνικά

anhaben на греческом языке:

1. φοράω φοράω



Греческий слово "anhaben«(φοράω) встречается в наборах:

Lektion10 Kb.S. 128,129

2. φοράω αυτή τη στιγμή φοράω αυτή τη στιγμή