словарь польский - греческий

język polski - ελληνικά

ten на греческом языке:

1. Αυτό


Ποιός στο είπε αυτό;
Παρακαλώ, δώσε μου αυτό το στυλό.
Χρειάζεσαι αυτό το βιβλίο;
Τα Ελληνικά και τα Λατινικά είναι χρήσιμες γλώσσες, για αυτό τα μαθαίνω.

Греческий слово "ten«(Αυτό) встречается в наборах:

Greckie slowka