словарь английский - греческий

English - ελληνικά

soil на греческом языке:

1. έδαφος για καλλιέργεια έδαφος για καλλιέργεια



Греческий слово "soil«(έδαφος για καλλιέργεια) встречается в наборах:

M 1a. 27 -1b. 17