словарь английский - греческий

English - ελληνικά

lift на греческом языке:

1. ασανσέρ ασανσέρ


Πήρα το ασανσέρ μέχρι τον τρίτο όροφο.
Το ασανσέρ είναι εκτός λειτουργίας.

Греческий слово "lift«(ασανσέρ) встречается в наборах:

In London At Last 1- 23
M6.1 - 6a. 11