словарь английский - греческий

English - ελληνικά

island на греческом языке:

1. νησί νησί


Η Κρήτη είναι ένα πανέμορφο ελληνικό νησί, το μεγαλύτερο της Ελλάδας.

Греческий слово "island«(νησί) встречается в наборах:

Ταξιδιωτικό πρακτορείο - Travel agency
Ταξιδιωτικό γραφείο - Travel agency
Όροι για τη γεωγραφία στα αγγλικά