словарь английский - греческий

English - ελληνικά

fare на греческом языке:

1. εισιτήριο εισιτήριο



Греческий слово "fare«(εισιτήριο) встречается в наборах:

Αστικό λεωφορείο - City bus
Λεωφορείο πόλης - City bus