словарь английский - греческий

English - ελληνικά

blanket на греческом языке:

1. κουβέρτα κουβέρτα



Греческий слово "blanket«(κουβέρτα) встречается в наборах:

Λεξιλόγιο για το υπνοδωμάτιο στα αγγλικά