словарь английский - греческий

English - ελληνικά

basement на греческом языке:

1. υπόγειο υπόγειο



Греческий слово "basement«(υπόγειο) встречается в наборах:

Δωμάτια του σπιτιού στα αγγλικά

2. Το υπόγειο Το υπόγειο